- ἀνατρέπεται
- ἀνατρέπωoverturnpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
βέτο — (λατιν. veto = απαγορεύω). Το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Λέγεται επίσης και η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε μια υπηρεσία να δέχεται ή να αποκρούει τελεσίδικα τις αποφάσεις των άλλων. Στο αστικό δίκαιο, το β. ενός κρατικού… … Dictionary of Greek
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
δυσανάτρεπτος — δυσανάτρεπτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα ανατρέπεται … Dictionary of Greek
ευανάτρεπτος — εὐανάτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα 2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα 3. ιατρ. ο φιλάσθενος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον (για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα τρεπτος… … Dictionary of Greek
ευδιάστροφος — εὐδιάστροφος, ον (Μ) αυτός που στρέφεται ή ανατρέπεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάστροφος (< διαστρέφω)] … Dictionary of Greek
ευκατάτρεπτος — εὐκατάτρεπτος, ον (Α) αυτός που ανατρέπεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα τρεπτος (< κατα τρέπω)] … Dictionary of Greek
ευπερίτρεπτος — εὐπερίτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος 3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι τρεπτος (< περι τρέπω) … Dictionary of Greek
περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… … Dictionary of Greek